Επεξηγήσεις χρονοδιαγράμματος εμβολιασμών παιδιών και εφήβων (Πίνακας 1)
1. Εμβόλιο ηπατίτιδας Β (HepB): (Μικρότερη ηλικία χορήγησης: Γέννηση).
· Χορήγηση HepB εμβολίου στη γέννηση
– Όταν η μητέρα είναι φορέας του ιού της ηπατίτιδας Β (HbsAg +), η 1η δόση του μονοδύναμου εμβολίου της HepB, καθώς και 0,5 ml υπεράνοσης γ-σφαιρίνης, έναντι του ιού της ηπατίτιδας Β (HBIG), πρέπει να χορηγηθούν εντός 12 ωρών από τη γέννηση.
– Σε περίπτωση που δεν είναι γνωστό αν η μητέρα είναι HbsAg αρνητική, πρέπει να χορηγείται η 1η δόση του HepB εντός 12 ωρών από τη γέννηση. Στη συνέχεια να γίνεται άμεσα έλεγχος για επιφανειακό αντιγόνο (HBsAg) στη μητέρα και αν είναι θετική, να χορηγείται και HBIG στο νεογνό όχι αργότερα από την ηλικία της μίας εβδομάδας.
· Δόσεις εμβολίου HepB μετά την 1η δόση στη γέννηση
– Η 2η δόση του εμβολίου στα παιδιά μητέρων-φορέων που εμβολιάζονται στη γέννηση πρέπει να χορηγείται σε ηλικία 1-2 μηνών και η τρίτη δόση όχι πριν την ηλικία των 24 εβδομάδων (6 μηνών). Χορήγηση 4ης δόσης συνιστάται σε πρόωρα, στα οποία η πρώτη δόση χορηγήθηκε, ενώ το βάρος τους ήταν ≤ 2000g.
– Όλα τα παιδιά μητέρων-φορέων πρέπει να ελέγχονται μετά τη συμπλήρωση και των 3 δόσεων HepB εμβολίου, στην ηλικία 9-18 μηνών για HBsAg και anti-HBs. Επανάληψη όλων των δόσεων Hep B απαιτείται στα παιδιά θετικών μητέρων, που εμβολιάστηκαν κανονικά στη γέννηση αλλά δεν ανέπτυξαν αντισώματα (anti-HBs ≤10mlU/ml).
· Χορήγηση εμβολίου HepB μετά τη γέννηση
– Τα παιδιά που δεν εμβολιάζονται στη γέννηση πρέπει να λαμβάνουν 3 δόσεις HepB εμβολίου σε σχήμα ( 0, 1, και 6 μήνες), αρχίζοντας από την ηλικία των 2 μηνών. Το μεσοδιάστημα μεταξύ της 1ης και 2ης δόσης Hep B πρέπει να είναι τουλάχιστον 4 εβδομάδες και μεταξύ της 1ης και 3ης τουλάχιστον 4 μήνες. Ο εμβολιασμός μπορεί να γίνει και με τη χρήση εξαδύναμων εμβολίων, σύμφωνα με τα δοσολογικά σχήματα που αναφέρονται στα φύλλα οδηγιών των αντίστοιχων εμβολίων. Η τελευταία δόση δεν πρέπει να χορηγείται πριν την ηλικία των 24 εβδομάδων (6 μηνών).
2. Εμβόλιο διφθερίτιδας, τετάνου, ακυτταρικό κοκκύτη (DTaP) για παιδιά < 7 ετών.
(Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 6 εβδομάδες).
– Χορηγείται σε 5 δόσεις σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα. Η 4η δόση μπορεί να γίνει τον 15ο μήνα ζωής εφόσον έχουν συμπληρωθεί 6 μήνες μετά την 3η δόση. Η 5η γίνεται στην ηλικία των 4-6 ετών.
– Το DTaP διατίθεται στην Ελλάδα σε συνδυασμό με άλλα εμβόλια ως 4-δύναμο DTaP–IPV, 5-δύναμο DTaP-IPV-Ηib και ως 6-δύναμο DTaP-IPV-Ηib-HepB.
– Τα πολυδύναμα εμβόλια προτιμώνται έναντι των ολιγοδύναμων.
· Εμβόλιο τετάνου-διφθερίτιδας, ακυτταρικό κοκκύτη (Tdap) για παιδιά ≥ 7 ετών
– Το Tdap περιέχει μικρότερη ποσότητα τοξοειδούς διφθερίτιδας και αντιγόνων κοκκύτη σε σύγκριση με το DTaP.
– Στην Ελλάδα κυκλοφορεί, με προσθήκη και εμβολίου κατά της πολιομυελίτιδας (Tdap-IPV). Συνιστάται να γίνεται στην ηλικία 11-12 ετών.
– Το Tdap-IPV μπορεί να χορηγηθεί οποτεδήποτε, ανεξάρτητα από το μεσοδιάστημα από την τελευταία δόση εμβολίου που περιέχει τετανικό και διφθεριτικό αντιγόνο. Ακολουθούν επαναληπτικές δόσεις με Td ανά 10ετία δια βίου.
3. Εμβόλιο αιμόφιλου ινφλουέντζας τύπου b συζευγμένο εμβόλιο (Hib). (Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 6 εβδομάδες).
Χορηγείται σε 4 δόσεις σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα.
4. Εμβόλιο πολιομυελίτιδας αδρανοποιημένο (IPV). (Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 6 εβδομάδες)
– Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα είναι απαραίτητες 4 δόσεις IPV. Επειδή στην Ελλάδα δε διατίθεται DTaP χωρίς να περιέχει και IPV, είναι αποδεκτό στην 3η και 4ηδόση να γίνεται DTaP -IPV ή DTaP-IPV-Ηib ή DTaP-IPV-Ηib-HepB (συνολικά 5 δόσεις IPV).
– Εάν η 4η δόση χορηγηθεί πριν την ηλικία των 4 ετών, πρέπει να χορηγηθεί μία επιπλέον δόση στην ηλικία 4-6 ετών.
5. Εμβόλιο πνευμονιόκοκκου συζευγμένο (PCV13). (Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 6 εβδομάδες)
– Το PCV13 συνιστάται για όλα τα υγιή παιδιά 2-59 μηνών σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα.
– Για παιδιά 2-6 μηνών συνιστώνται 3 αρχικές δόσεις συζευγμένου εμβολίου PCV13 με μεσοδιάστημα ενός μηνός και μία αναμνηστική δόση 12-15 μηνών. Για παιδιά 7-11 μηνών 2 δόσεις με μεσοδιάστημα ενός μηνός και μία αναμνηστική δόση 12-23 μηνών. Παιδιά που πρωτοεμβολιάζονται στην ηλικία των 12-23 μηνών συνιστώνται 2 δόσεις PCV13 με μεσοδιάστημα 2 μηνών,ενώ σε παιδιά 24 μηνών και άνω μία δόση PCV13.
6. Εμβόλιο πνευμονιόκοκκου πολυσακχαριδικό (PPSV23). (Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 2 έτη)
– Το 23-δύναμο πολυσακχαριδικό εμβόλιο (PPSV) συνιστάται να γίνεται επιπλέον του συζευγμένου (PCV13) τουλάχιστον 2 μήνες μετά την τελευταία δόση του PCV13, σε άτομα >2 ετών με αυξημένο κίνδυνο νόσησης από πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις (βλέπε ομάδες αυξημένου κινδύνου). Μία αναμνηστική δόση PPSV23 συνιστάται να γίνεται 5 χρόνια μετά την 1η.
7. Εμβόλιο μηνιγγιτιδόκοκκου συζευγμένο μονοδύναμο οροομάδας C (ΜCC) και τετραδύναμο οροομάδων A,C,Y, W135 (MCV4)(Μικρότερη ηλικία χορήγησης για το MCC οι 6 εβδομάδες, για το MenACWY-TT η ηλικία των 6 εβδομάδων και για το MenACWY-CRM η ηλικία των 2 ετών.
– Το MCC γίνεται σε 1 δόση στους 12 μήνες.
-Το MenACWY συνιστάται στην ηλικία των 11 ετών έως και 18 ετών, ανεξάρτητα αν έχει προηγηθεί εμβολιασμός με MCC.
-Σε βρέφη και παιδιά αυξημένου κινδύνου και ηλικίας >2μηνών χορηγείται το MenACWY σε 2 δόσεις με μεσοδιάστημα 2 μηνών και αναμνηστικές δόσεις ανάλογα με την ηλικία. Αν έχει προηγηθεί το MCC ή πρώτη δόση του MenACWY θα πρέπει να γίνεται με μεσοδιάστημα ενός μηνός.
Ομάδες αυξημένου κινδύνου για μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο (0-18 ετών):
-Βρέφη και παιδιά με ανατομική ή λειτουργική ασπληνία (όπως δρεπανοκυτταρική αναιμία) και με εμμένουσα (συγγενή ή χρόνια) έλλειψη κλασμάτων συμπληρώματος {όπως κληρονομική έλλειψη C3, C5-9, προπερδίνης, παράγοντα D ή H}, καθώς και όσα βρίσκονται σε θεραπεία με eculizumab.
-Στα πλαίσια ελέγχου τεκμηριωμένης επιδημικής έξαρσης.
1.MenACWY-TT
- Βρέφη που αρχίζουν τον εμβολιασμό σε ηλικία 2 μηνών, 3 δόσεις στις ηλικίες 2, 4 και 12 μηνών.
- Βρέφη που αρχίζουν εμβολιασμό μεταξύ 7 και 24 μηνών: 2 δόσεις, η 2η δόση να χορηγείται μετά τον 1ο χρόνο ζωής και τουλάχιστον 12 εβδομάδες από την 1η.
2. MenACWY-CRM ή MenACWY-TT
- Παιδιά που αρχίζουν εμβολιασμό μετά την ηλικία των 2 ετών: 2 δόσεις με μεσοδιάστημα 8 εβδομάδων.
-Παιδιά με HIV λοίμωξη:
- Εμβολιασμός με MenACWY-TT ή MenACWY-CRM ανάλογα με την ηλικία διάγνωσης και αναμνηστική δόση 3-5 έτη μετά.
-Παιδιά που πρόκειται να ταξιδέψουν σε υπερενδημικές περιοχές ή όπου υπάρχει επιδημία σε εξέλιξη (Αφρικανική ζώνη μηνιγγίτιδας ή επίσκεψη στη Μέκκα κατά το ετήσιο Hadjj).
- Εμβολιασμός με MenACWY-TT ή MenACWY-CRM ανάλογα με την ηλικία.
-Παιδιά σε κίνδυνο κατά τη διάρκεια επιδημικής έξαρσης στην κοινότητα που οφείλεται στο συγκεκριμένο ορότυπο.
- Εμβολιασμός με MenACWY-TT ή MenACWY-CRM ανάλογα με την ηλικία και το αίτιο.
8. Εμβόλιο κατά του μηνιγγιτιδόκκου Β πρωτεϊνικό (MenB-4C) ( Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 6 εβδομάδες)
-Συνιστάται σε βρέφη και παιδιά έως 18 ετών, που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου.
-Βρέφη και παιδιά με ανατομική ή λειτουργική ασπληνία (όπως δρεπανοκυτταρική αναιμία) και με εμμένουσα (συγγενή ή χρόνια) έλλειψη κλασμάτων συμπληρώματος {όπως κληρονομική έλλειψη C3, C5-9, προπερδίνης, παράγοντα D ή H}, καθώς και όσα βρίσκονται σε θεραπεία με eculizumab.
- Βρέφη που αρχίζουν τον εμβολιασμό σε ηλικία 2 μηνών: 4 δόσεις στις ηλικίες 2, 4, 6 και 12-15 μηνών.
- Βρέφη που αρχίζουν εμβολιασμό στην ηλικία των 6 μηνών: 2 δόσεις με μεσοδιάστημα 8 εβδομάδων και χορήγηση μιας αναμνηστικής δόσης σε ηλικία 12-23 μηνών, τουλάχιστον 2 μήνες μετά το βασικό εμβολιασμό
- Νήπια που αρχίζουν εμβολιασμό μεταξύ 12-23 μηνών: 2 δόσεις με μεσοδιάστημα 8 εβδομάδων και μια αναμνηστική δόση 12-23 μήνες μετά τη 2η.
- Παιδιά που αρχίζουν εμβολιασμό στην ηλικία των 2-10 ετών: 2 δόσεις με μεσοδιάστημα 8 εβδομάδων.
- Παιδιά που αρχίζουν εμβολιασμό μετά την ηλικία των 11 ετών: 2 δόσεις με μεσοδιάστημα τουλάχιστον ένα μήνα.
-Στα πλαίσια ελέγχου τεκμηριωμένης επιδημικής έξαρσης.
- Εμβολιασμός ανάλογα με την ηλικία.
9 . Εμβόλιο ιλαράς, παρωτίτιδας, ερυθράς (MMR)(Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 12 μήνες)
– Συνιστώνται 2 δόσεις του εμβολίου σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα. Η 2η δόση συστήνεται σε ηλικία 4 ετών, μπορεί όμως να χορηγηθεί και νωρίτερα, αρκεί να έχουν περάσει 4 εβδομάδες μετά την πρώτη. Και οι δύο δόσεις πρέπει να χορηγούνται μετά το 12ο μήνα ζωής.
– Παιδιά και έφηβοι, που δεν έχουν εμβολιασθεί με 2η δόση στην ηλικία των 4 ετών, πρέπει να αναπληρώσουν τη δόση αυτή μέχρι την ηλικία των 18 ετών.
– Συνιστάται 1 δόση του εμβολίου MMR σε βρέφη ηλικίας 6 έως 11 μηνών πριν την αναχώρησή τους για χώρες που ενδημούν η ιλαρά, η παρωτίτιδα και η ερυθρά. Επίσης σε περιόδους επιδημίας, συνιστάται εμβολιασμός με MMR ή με το αντίστοιχο μονοδύναμο εμβόλιο από την ηλικία των 6 μηνών. Αυτά τα παιδιά πρέπει να επανεμβολιασθούν με 2 δόσεις MMR μετά την ηλικία των 12 μηνών σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα.
10. Εμβόλιο ανεμευλογιάς (VAR)(Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 12 μήνες)
– Το εμβόλιο της ανεμευλογιάς συνιστάται μετά την ηλικία των 12 μηνών για παιδιά που δεν έχουν νοσήσει. Η 2η δόση συστήνεται σε ηλικία 4 ετών, μπορεί όμως να χορηγηθεί και νωρίτερα αρκεί να έχουν περάσει 3 μήνες μετά την πρώτη. Στην περίπτωση που η 2η δόση έχει χορηγηθεί με μεσοδιάστημα ενός μηνός από την 1η δόση, σε παιδιά 12 μηνών έως 12 ετών, ο εμβολιασμός θεωρείται επαρκής και δεν επαναλαμβάνεται.
– Εμβόλιο Ιλαράς -Παρωτίτιδας -Ερυθράς -Ανεμευλογιάς (MMRV) (Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 12 μήνες).
– Το MMRV μπορεί να χορηγείται εναλλακτικά αντί MMR και ανεμευλογιάς μεμονωμένα, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα (1η δόση 12-15 μηνών και 2η δόση 4 ετών). Εναλλακτικά, σύμφωνα και με τα παραπάνω, οι δύο δόσεις μπορούν να χορηγηθούν με μεσοδιάστημα 2-3 μηνών.
11. Εμβόλιο ηπατίτιδας Α (HepA). (Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 12 μήνες)
– Συνιστώνται δύο δόσεις με μεσοδιάστημα 6 μηνών μετά την ηλικία των 12 μηνών.
12. Εμβόλιο ιού ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) (Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 9 έτη)
– Ο εμβολιασμός έναντι του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων ενδείκνυται για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, καθώς και για την πρόληψη άλλων καρκίνων και καλοήθων νοσημάτων, σχετιζομένων με τον ιό. Η μέγιστη προστασία επιτυγχάνεται εφόσον ο εμβολιασμός ολοκληρωθεί πριν την έναρξη της σεξουαλικής δραστηριότητας. Στη χώρα μας διατίθενται το διδύναμο (HPV2), το τετραδύναμο (HPV4) εμβόλιο HPV και το εννεαδύναμο (HPV9).
– Τo εμβόλιo HPV χορηγείται σε 2 δόσεις με μεσοδιάστημα 6 μηνών (σχήμα 0, 6) σε κορίτσια ηλικίας 11 έως <15 ετών. Σε περίπτωση που οι 2 δόσεις γίνουν σε μεσοδιάστημα μικρότερο των 5 μηνών απαιτείται και 3η δόση 6 μήνες μετά την 1η δόση και τουλάχιστον 3 μήνες μετά τη 2η δόση. Εφόσον η έναρξη του εμβολιασμού γίνει μετά τη συμπλήρωση του 15ου έτους, χορηγούνται 3 δόσεις εμβολίου (σχήμα 0, 1-2, 6 μήνες).
- Το HPV9 θα αντικαταστήσει το HPV4 από 1/7/17.
13. Εμβόλιο φυματίωσης ( BCG).
– Η πρόληψη της φυματίωσης με εμβολιασμό στη γέννηση συνιστάται σε νεογνά αυξημένου κινδύνου, όπως αυτά περιγράφονται παρακάτω:
– Νεογνά μεταναστών που προέρχονται από χώρες με υψηλό ή μέσο δείκτη φυματιώδους διαμόλυνσης ή που ζουν σε δυσχερείς συνθήκες.
– Νεογνά αθιγγάνων, καθώς και άλλων πληθυσμιακών ομάδων, που ζουν σε συνθήκες ομαδικής διαβίωσης.
– Νεογνά οροθετικών HIV (+) μητέρων (εξαιρούνται βρέφη που έχουν ήδη συμπτωματολογία βρεφικού AIDS).
– Νεογνά οικογενειών που πρόκειται να μετακινηθούν σε χώρες με υψηλό ή μέσο δείκτη φυματιώδους διαμόλυνσης.
– Νεογνά στο άμεσο περιβάλλον των οποίων υπάρχει άτομο με ενεργό φυματίωση, το οποίο δε συμμορφώνεται στη θεραπεία ή πάσχει από πολυανθεκτική νόσο και το παιδί δεν μπορεί να απομακρυνθεί.
Ο εμβολιασμός επίσης συστήνεται σε μεγαλύτερα βρέφη και παιδιά μέχρι την ηλικία των 5 ετών, που ανήκουν στις προαναφερθείσες ομάδες αυξημένου κινδύνου και δεν έχουν εμβολιαστεί με BCG.
Δοκιμασία Mantoux:
Προληπτικός έλεγχος με τη δοκιμασία Mantoux στην ηλικία 4-6 ετών συνιστάται στην παρούσα μεταβατική περίοδο μετακίνησης από τον καθολικό εμβολιασμό με BCG προς τον εμβολιασμό στη γέννηση των παιδιών που ανήκουν στις παραπάνω ομάδες αυξημένου κινδύνου.
14. Εμβόλιο γρίπης.
– Εφαρμόζεται σε άτομα > 6 μηνών που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου (βλ. κατωτέρω τον πίνακα των ευπαθών ομάδων)
– Στα παιδιά χορηγείται μέχρι την ηλικία των 3 ετών η μισή δόση εμβολίου ενηλίκων. Μετά την ηλικία αυτή συνιστάται η χορήγηση αντιγριπικών εμβολίων ενηλίκου.
– Δύο δόσεις εμβολίου της γρίπης χορηγούνται σε παιδιά 6 μηνών έως 8 ετών, που εμβολιάζονται για πρώτη φορά ή που πρωτοεμβολιάστηκαν τις προηγούμενες χρονιές μόνο με μια δόση εμβολίου.
15. Εμβόλιο ρότα ιού (RV)
Διατίθενται δύο εμβόλια, που χορηγούνται από το στόμα:
– Tο μονοδύναμο (RV1), που χορηγείται σε 2 δόσεις (2ος και 4ος μήνας) και το πενταδύναμο (RV5) που χορηγείται σε 3 δόσεις (2ος, 4ος, 6ος μήνας).
– Μικρότερη ηλικία χορήγησης οι 6 εβδομάδες και για τα δύο. Ολοκλήρωση όλων των δόσεων στην ηλικία των 6 μηνών το αργότερο.
– Εάν καθυστερήσει η έναρξη του εμβολιασμού, η μέγιστη ηλικία για την 1η δόση σε εμβολιαζόμενο άτομο είναι η 15η εβδομάδα της ζωής και για την τελευταία δόση ο 8ος μήνας. Εάν δεν είναι γνωστό το ιδιοσκεύασμα που έχει χορηγηθεί στην 1η δόση, πρέπει να ολοκληρωθεί το σχήμα με άλλες δύο δόσεις RV1 ήRV5.
Ομάδες αυξημένου κινδύνου παιδιών, εφήβων και ενηλίκων:
1. Σοβαρές πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις:
Παιδιά, έφηβοι και ενήλικες (>5 ετών έως ≤64 ετών) που παρουσιάζουν έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω επιβαρυντικούς παράγοντες ή χρόνια νοσήματα:
– Άτομα με ανατομική ή λειτουργική ασπληνία, όπως δρεπανοκυτταρική αναιμία, υπερσπληνισμό, σπληνεκτομή
– Συγγενή ανοσοανεπάρκεια (κυρίως έλλειψη της IgG2)
– Ανοσοκαταστολή κληρονομική ή επίκτητη, εξαιτίας νοσήματος ή θεραπείας
– Νεφρωσικό σύνδρομο ή χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
– Σακχαρώδη διαβήτη ή άλλο χρόνιο μεταβολικό νόσημα
– Καρδιακή νόσο με σοβαρή αιμοδυναμική διαταραχή
– Χρόνια πνευμονοπάθεια, συμπεριλαμβανομένου του άσθματος και της κυστικής ίνωσης
– Συστηματικοί καπνιστές ανεξαρτήτως ηλικίας
– Διαφυγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού από συγγενείς ή επίκτητες αιτίες
– Κοχλιακά εμφυτεύματα
– HIV λοίμωξη
2. Μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος:
– Άτομα με ανατομική ή λειτουργική ασπληνία , ανεπάρκεια κλασμάτων του συμπληρώματος, HIV λοίμωξη
– Προσωπικό εργαστηρίων, που ασχολείται με καλλιέργειες μηνιγγιτιδόκοκκου
– Ανεμβολίαστοι φοιτητές, που μένουν σε φοιτητικές εστίες
– Στρατιώτες και πρόσωπα που μένουν ή ταξιδεύουν σε ενδημικές περιοχές (Ζώνη μηνιγγίτιδας, υποσαχάριος Αφρική) κατά την ξηρά περίοδο (Δεκέμβριος – Ιούνιος) και ιδιαίτερα εάν υπάρχει μεγάλης διάρκειας επαφή με τους κατοίκους της περιοχής
– Ταξιδιώτες στην Μέκκα κατά το ετήσιο Hajj
– Έλεγχος επιδημιών με βάση την οροομάδα του μηνιγγιτιδόκοκκου
3. Φυματική μόλυνση/ φυματίωση:
– Μετανάστες και παιδιά μεταναστών από χώρες με υψηλό ή μέσο δείκτη διαμόλυνσης.
– Αθίγγανοι και παιδιά αθίγγανων καθώς και άλλων πληθυσμιακών ομάδων που ζουν σε συνθήκες ομαδικής διαβίωσης.
– Νεογνά οροθετικών HIV (+) μητέρων (εξαιρούνται βρέφη που έχουν ήδη συμπτωματολογία βρεφικού AIDS).
– Παιδιά στο άμεσο περιβάλλον των οποίων, υπάρχει άτομο με φυματίωση, το οποίο δε συμμορφώνεται στη θεραπεία ή πάσχει από πολυανθεκτική νόσο και το παιδί δεν μπορεί να απομακρυνθεί.
4. Ηπατίτιδα Α:
– Ταξιδιώτες σε χώρες με υψηλή και ενδιάμεση ενδημικότητα της ηπατίτιδας Α
– Ομοφυλόφιλοι
– Χρήστες ναρκωτικών ουσιών
– Επαγγελματίες Υγείας , άτομα που ασχολούνται με πειραματόζωα, με επεξεργασία ή και διακίνηση τροφίμων
– Κλειστοί πληθυσμοί (προσωπικό ειδικών ιδρυμάτων)
– Προσωπικό καθαριότητας αποκομιδής απορριμμάτων και καθαρισμού αποχετεύσεων
– Άτομα που φροντίζουν υιοθετημένα παιδιά προερχόμενα από χώρα με υψηλή ενδημικότητα, κατά τις πρώτες 60 ημέρες από την άφιξή τους στη χώρα. Η πρώτη από τις 2 δόσεις του εμβολίου συστήνεται να γίνεται 2 ή περισσότερες εβδομάδες πριν την άφιξη του υιοθετημένου παιδιού
– Άτομα με χρόνια ηπατική νόσο ή άτομα που λαμβάνουν παράγοντες πήξης
5. Ηπατίτιδα Β:
– Άτομα με περισσότερους από έναν ερωτικούς συντρόφους στη διάρκεια των τελευταίων έξι μηνών
– Ομοφυλόφιλοι
– Χρήστες ναρκωτικών ουσιών
– Άτομα με νοσήματα που μεταδίδονται σεξουαλικά
– Άτομα ειδικού επαγγέλματος που εκτίθενται σε αίμα και δυνητικά μολυσμένα βιολογικά υγρά π.χ επαγγελματίες υγείας εργαζόμενοι σε σωφρονιστικά ιδρύματα
– Εργαζόμενοι σε ιδρύματα με τροφίμους, που έχουν νοητική υστέρηση
– Ταξιδιώτες σε χώρες με υψηλή και μέση ενδημικότητα για ηπατίτιδα Β
– Άτομα που παρακολουθούνται ή εργάζονται σε Μονάδες ειδικών λοιμώξεων, Κέντρα για νοσήματα που μεταδίδονται σεξουαλικά, για HIV, για χρήση ναρκωτικών
– Τελικού σταδίου νεφρική ανεπάρκεια και αιμοδιάλυση
– Άτομα του στενού περιβάλλοντος πασχόντων από χρόνια λοίμωξη με ιό ηπατίτιδας Β
6. Γρίπη:
– Άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω.
– Παιδιά και ενήλικες που παρουσιάζουν έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω επιβαρυντικούς παράγοντες ή χρόνια νοσήματα:
– Άσθμα ή άλλες χρόνιες πνευμονοπάθειες
– Καρδιακή νόσο με σοβαρή αιμοδυναμική διαταραχή
– Ανοσοκαταστολή (κληρονομική ή επίκτητη εξαιτίας νοσήματος ή θεραπείας).
– Μεταμόσχευση οργάνων
– Δρεπανοκυτταρική αναιμία (και άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες).
– Σακχαρώδη διαβήτη ή άλλο χρόνιο μεταβολικό νόσημα.
– Χρόνια νεφροπάθεια.
– Νευρολογικά-Νευρομυϊκά νοσήματα
– Έγκυες ανεξαρτήτως ηλικίας κύησης, λεχωίδες, θηλάζουσες
– Ενήλικες με Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) >40 kg/m2 ή Παιδιά με ΔΜΣ>95η ΕΘ
– Παιδιά που παίρνουν ασπιρίνη μακροχρόνια (π.χ. νόσος Kawasaki, ρευματοειδή αρθρίτιδα και άλλα) για τον
πιθανό κίνδυνο εμφάνισης συνδρόμου Reye μετά από γρίπη
– Άτομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με παιδιά <6 μηνών ή φροντίζουν άτομα με υποκείμενο νόσημα, τα οποία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών από τη γρίπη
– Οι κλειστοί πληθυσμοί (προσωπικό και εσωτερικοί σπουδαστές σχολείων, στρατιωτικών και αστυνομικών σχολών, ειδικών σχολείων, τρόφιμοι και προσωπικό ιδρυμάτων κ.ά.)
– Εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας (ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και λοιποί εργαζόμενοι) και σε κέντρα διαμονής προσφύγων-μεταναστών.
-Επαγγελματίες όπως πτηνοτρόφοι, χοιροτρόφοι, κτηνίατροι, εκτροφείς, σφαγείς και γενικά άτομα που έρχονται σε συστηματική επαφή με πουλερικά.
Σε περίπτωση αλλαγής των επιδημιολογικών συνθηκών (π.χ. επιδημία, πανδημία) οι συστάσεις επικαιροποιούνται
– Όλα τα παιδιά πρέπει να επισκέπτονται το γιατρό τους στην ηλικία των 11-12 ετών, ώστε να γίνεται έλεγχος της
εμβολιαστικής τους κάλυψης και καταγραφή της στην ειδική σελίδα του ατομικού βιβλιαρίου υγείας.
– Κάθε σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια μετά τον εμβολιασμό, που επισημαίνει ο κλινικός γιατρός, πρέπει να αναφέρεται στον ΕΟΦ (να συμπληρώνεται η κίτρινη κάρτα), ηλεκτρονικά στον ιστότοπο του ΕΟΦ ή να αποστέλλεται ταχυδρομικά .
– Ακολουθούν οι Πίνακες 2 και 3, στους οποίους συνοψίζεται το χρονοδιάγραμμα των εμβολιασμών για τα παιδιά που δεν εμβολιάστηκαν στη συνιστώμενη από το Εθνικό Πρόγραμμα ηλικία.
- Εμβόλιο ηπατίτιδας Β (HepB)
– Τα μη εμβολιασμένα με Hep B άτομα θα πρέπει να συμπληρώσουν σειρά 3 δόσεων.
Εμβόλιο διφθερίτιδας, τετάνου, ακυτταρικό κοκκύτη (DTaP) για παιδιά < 7 ετών
Εμβόλιο τετάνου-διφθερίτιδας, ακυτταρικό κοκκύτη (Tdap) για παιδιά ≥ 7 ετών
– Η 5η δόση DTaP μπορεί να μη χορηγηθεί, όταν η 4η γίνει μετά το 4ο έτος της ηλικίας. Το Tdap γίνεται σε μία δόση στην εφηβεία 11-12 ετών, το οποίο μπορεί να χορηγηθεί οποτεδήποτε, ανεξάρτητα από το μεσοδιάστημα από την τελευταία δόση εμβολίου που περιέχει τετανικό και διφθεριτικό αντιγόνο. (Βλέπε επεξηγήσεις στον Πίνακα 1). Ακολουθούν επαναληπτικές δόσεις του Td ανά 10-ετία δια βίου.
– Παιδιά άνω των 7-10 ετών, που δεν είναι πλήρως εμβολιασμένα με εμβόλιο DTaP, πρέπει να λάβουν εμβόλιο Tdap κατά προτίμηση ως πρώτη δόση στο σχήμα αναπλήρωσης (οι υπόλοιπες δόσεις με εμβόλιο Td). Σε αυτά τα παιδιά η δόση εμβολίου στην εφηβεία με Tdap δεν πρέπει να χορηγηθεί.
– Άτομα 11-18 ετών, που δεν έχουν εμβολιαστεί με Tdap, πρέπει να κάνουν μία δόση και ακολουθούν επαναληπτικές δόσεις του Td ανά 10-ετία δια βίου. Αν σε παιδιά 7-10 ετών, εκ παραδρομής, χορηγηθεί εμβόλιο DTaP , δεν είναι απαραίτητη η χορήγηση Tdap στην εφηβεία.
3. Εμβόλιο πολιομυελίτιδας αδρανοποιημένο (IPV). Χορηγούνται 3 δόσεις IPV.
4. Εμβόλιο αιμόφιλου ινφλουέντζας τύπου b συζευγμένο εμβόλιο (Hib).
– Το Hib χορηγείται σε 2 δόσεις σε άτομα ≤12 μηνών ή σε 1 δόση στα μεγαλύτερα παιδιά.
– Σε περίπτωση εμβολιασμού του βρέφους με 1, 2 ή 3 δόσεις πριν την ηλικία των 12 μηνών συνιστάται μία επαναληπτική δόση μετά το 10 έτος. Δε συνιστάται το Hib, σε παιδιά >5 ετών, με εξαίρεση άτομα που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου, όπου χορηγείται 1 δόση. Εάν εμβολιασθεί βρέφος αυξημένου κινδύνου (σπληνεκτομή ή λειτουργική ασπληνία, ανοσοανεπάρκεια, ανεπάρκεια συμπληρώματος, HIV λοίμωξη) με λιγότερες από 2 δόσεις σε ηλικία μικρότερη των 12 μηνών, τότε χορηγούνται μετά το έτος, δύο πρόσθετες δόσεις στα άτομα αυτά, με μεσοδιάστημα 8 εβδομάδων.
5. Εμβόλιο πνευμονιόκοκκου συζευγμένο (PCV13).
Κυκλοφορούν δύο εμβόλια, το 13-δύναμο (PCV-13) και το 10-δύναμο (PCV-13). Στο PCV-13 περιλαμβάνονται 3 επιπλέον ορότυποι (3, 6Α, 19Α) σημαντική για την επιδημιολογία των πνευμονιοκοκκικών λοιμώξεων στην Ελλάδα.
– Εάν η έναρξη του εμβολιασμού, γίνει μέχρι την ηλικία των 7 μηνών, χορηγούνται 4 δόσεις του PCV κατά το σχήμα που αναφέρεται στον Πίνακα 1 (η 4η δόση μέχρι την ηλικία των 15 μηνών).
– Εάν η έναρξη γίνει μεταξύ 12ου και 23ου μήνα χορηγούνται 2 δόσεις με μεσοδιάστημα 6-8 εβδομάδες
– Εάν η έναρξη γίνει από τον 24ο μήνα και μετά, στα υγιή παιδιά χορηγείται μία μόνο δόση.
– Σε ανοσοκατασταλμένα άτομα και σ’ αυτά που ανήκουν στις ομάδες αυξημένου κινδύνου για πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις, θα πρέπει να εμβολιάζονται με PCV13.
6. Εμβόλιο πνευμονιόκοκκου πολυσακχαριδικό (PPSV23) (Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 2 έτη).
– Το 23-δύναμο πολυσακχαριδικό εμβόλιο συνιστάται να γίνεται επιπλέον του συζευγμένου PCV13, τουλάχιστον 2 μήνες μετά την τελευταία δόση του PCV13, σε άτομα >2 ετών με αυξημένο κίνδυνο νόσησης από πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις (βλέπε ομάδες αυξημένου κινδύνου). Μία αναμνηστική δόση PPSV23 συνιστάται να γίνεται 5 χρόνια μετά την 1η, στα παιδιά με ανατομική ή λειτουργική ασπληνία και ανοσοκαταστολή.
7. Εμβόλιο μηνιγγιτιδόκοκκου συζευγμένο μονοδύναμο οροομάδας C (ΜCC) και τετραδύναμο οροομάδων A,C ,Y, W135 (MenACYW)
– Χορηγείται μία μόνο δόση MCC από την ηλικία των 12 μηνών έως 10 ετών.
– Από την ηλικία των 11 ετών χορηγείται 1 δόση τετραδύναμου MenACYW.
– Σε άτομα αυξημένου κινδύνου για μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο (λειτουργική ή ανατομική ασπληνία, HIV λοίμωξη, ανεπάρκεια συμπληρώματος), ο εμβολιασμός με MenACYW αρχίζει από την ηλικία των 2 μηνών σε σχήμα 3 δόσεων (2, 4, 12 μήνες). Στην ηλικία > 12 μηνών, χορηγούνται 2 δόσεις του εμβολίου MenACYW με μεσοδιάστημα 8 εβδομάδων , ένα μήνα μετά το MCC. Επίσης άτομα που ταξιδεύουν σε Μέκκα ή Υποσαχάρια ζώνη της Αφρικής πρέπει να λάβουν 1 δόση του εμβολίου MenACYW και σε ηλικία μεταξύ 2 μηνών και 11 ετών.
8. Εμβόλιο κατά του μηνιγγιτιδόκκου Β πρωτεϊνικό (MenB-4C).
Συνιστάται σε βρέφη και παιδιά έως 18 ετών, που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου.
- Βρέφη και παιδιά με ανατομική ή λειτουργική ασπληνία (όπως δρεπανοκυτταρική αναιμία) και με εμμένουσα (συγγενή ή χρόνια) έλλειψη κλασμάτων συμπληρώματος {όπως κληρονομική έλλειψη C3, C5-9, προπερδίνης, παράγοντα D ή H}, καθώς και όσα βρίσκονται σε θεραπεία με eculizumab.
- Στα πλαίσια ελέγχου τεκμηριωμένης επιδημικής έξαρσης.
- Βρέφη που αρχίζουν εμβολιασμό πριν την ηλικία των 6 μηνών: 3 δόσεις με μεσοδιάστημα 8 εβδομάδων και χορήγηση μιας αναμνηστικής δόσης σε ηλικία 12-23 μηνών, τουλάχιστον 2 μήνες μετά το βασικό εμβολιασμό
- Βρέφη που αρχίζουν εμβολιασμό στην ηλικία των 6 μηνών: 2 δόσεις με μεσοδιάστημα 8 εβδομάδων και χορήγηση μιας αναμνηστικής δόσης σε ηλικία 12-23 μηνών, τουλάχιστον 2 μήνες μετά το βασικό εμβολιασμό
- Νήπια που αρχίζουν εμβολιασμό μεταξύ 12-23 μηνών: 2 δόσεις με μεσοδιάστημα 8 εβδομάδων και μια αναμνηστική δόση 12-23 μήνες μετά τη 2η.
- Παιδιά που αρχίζουν εμβολιασμό στην ηλικία των 2-10 ετών: 2 δόσεις με μεσοδιάστημα 8 εβδομάδων.
- Παιδιά που αρχίζουν εμβολιασμό μετά την ηλικία των 11 ετών: 2 δόσεις με μεσοδιάστημα τουλάχιστον ένα μήνα.
9. Εμβόλιο ιλαράς, παρωτίτιδας, ερυθράς (MMR)
– Η 2η δόση του MMR συνιστάται να γίνεται στην ηλικία των 4 ετών. Εάν όμως η έναρξη του εμβολιασμού γίνει σ’ αυτή την ηλικία, η 2η δόση μπορεί να γίνει σύντομα με ελάχιστο μεσοδιάστημα 4 εβδομάδες.
10. Εμβόλιο ανεμευλογιάς (VAR)
– Όταν ο εμβολιασμός κατά της ανεμευλογιάς γίνει σε ηλικία μεγαλύτερη των 12 ετών, συνιστώνται 2 δόσεις με μεσοδιάστημα 2 μηνών.
11. Εμβόλιο ηπατίτιδας Α ( HepA).
– Συνιστώνται δύο δόσεις HAV με μεσοδιάστημα 6 μηνών μετά την ηλικία των 12 μηνών.
12.
13.
14.
– Βλέπε επεξήγηση στον Πίνακα 1.