Η γρίπη είναι οξεία νόσος του αναπνευστικού συστήματος που προκαλείται από τους ιούς της γρίπης και μεταδίδεται πολύ εύκολα από το ένα άτομο στο άλλο. Μπορεί να προκαλέσει από ήπια έως και πολύ σοβαρή νόσηση. Οι περισσότεροι υγιείς άνθρωποι ξεπερνούν τη γρίπη χωρίς να παρουσιάσουν επιπλοκές, ορισμένοι όμως, όπως άτομα που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρές επιπλοκές από τη νόσο.
Στην Ελλάδα εποχικές εξάρσεις γρίπης εμφανίζονται κατά τους χειμερινούς μήνες (από τον Οκτώβριο έως τον Απρίλιο). Η δραστηριότητά της αρχίζει να αυξάνεται τον Ιανουάριο και η κορύφωσή της συμβαίνει κατά τους μήνες Φεβρουάριο-Μάρτιο. Επιδημίες προκαλούν οι τύποι Α και Β. Η μετάδοση γίνεται αερογενώς με σταγονίδια, 1-2 ημέρες πριν έως και 1 εβδομάδα μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.
Κλασικά η γρίπη εισβάλλει απότομα με υψηλό πυρετό, κακουχία, κεφαλαλγία, φαρυγγαλγία, ρινική συμφόρηση, βήχα, αρθραλγίες και μυαλγίες. Οι επιπλοκές της περιλαμβάνουν βρογχιολίτιδα, πνευμονία, εγκεφαλίτιδα, μηνιγγίτιδα, σύνδρομο Reye και μυοσίτιδα.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να προστατευθεί κανείς από τη γρίπη είναι ο έγκαιρος εμβολιασμός, ο οποίος συστήνεται να γίνεται κατά τους μήνες Οκτώβριο – Νοέμβριο κάθε χρόνο, αλλά μπορεί να συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου γρίπης. Στα παιδιά από την ηλικία των 6 μηνών μέχρι την ηλικία των 3 ετών χορηγείται η μισή δόση του τριδύναμου εμβολίου ενηλίκων. Μετά την ηλικία αυτή συνιστάται η χορήγηση αντιγριπικών εμβολίων τύπου ενηλίκου (τριδύναμου ή τετραδύναμου). Στα παιδιά που εμβολιάζονται για πρώτη φορά για τη γρίπη απαιτούνται 2 δόσεις του εμβολίου με μεσοδιάστημα ενός μηνός.
Όπως κάθε χρόνο και επειδή ο ιός της γρίπης μεταλλάσσεται σε διαφορετικούς υπο-ορότυπους, έτσι και για την περίοδο 2017-2018 η σύνθεση του αντιγριπικού εμβολίου περιέχει τα εγκεκριμένα στελέχη του ιού, σύμφωνα με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Φέτος, λοιπόν, στο τετραπλό εμβόλιο περιλαμβάνονται 4 στελέχη: 2 στελέχη της γρίπης Α (A/Η1Ν1 και A/Η3Ν2) και 2 της Β (B/Victoria και B/Yamagata), ενώ στο τριπλό 3 στελέχη: 2 στελέχη της Α (A/Η1Ν1 και A/Η3Ν2) και 1 της Β (B/Victoria ή B/Yamagata). Η αλλεργία στο αυγό και η ήπια νόσηση, ιδίως λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού και η αλλεργική ρινίτιδα, δεν αποτελούν αντενδείξεις για τον εμβολιασμό.
Eίναι ιδιαιτέρως σημαντικό ο αντιγριπικός εμβολιασμός να εφαρμόζεται σε άτομα (ενήλικες και παιδιά) που ανήκουν στις καλούμενες ομάδες αυξημένου κινδύνου. Οι ομάδες αυτές είναι οι εξής:
1. Εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας (ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και λοιποί εργαζόμενοι)
2. Άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω
3. Παιδιά και ενήλικες που παρουσιάζουν έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω επιβαρυντικούς παράγοντες ή χρόνια νοσήματα:
- Άσθμα ή άλλες χρόνιες πνευμονοπάθειες
- Καρδιακή νόσο με σοβαρές αιμοδυναμικές διαταραχές
- Ανοσοκαταστολή (κληρονομική ή επίκτητη εξαιτίας νοσήματος ή θεραπείας)
- Μεταμόσχευση οργάνων
- Δρεπανοκυτταρική νόσο (και άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες)
- Σακχαρώδη διαβήτη ή άλλο χρόνιο μεταβολικό νόσημα
- Χρόνια νεφροπάθεια
4. Νευρομυϊκά νοσήματα
5. Έγκυες γυναίκες ανεξαρτήτου ηλικίας κύησης
6. Λεχωίδες
7. Θηλάζουσες
8. Άτομα με Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI) μεγαλύτερης των 40 kg/m2
9. Παιδιά που παίρνουν ασπιρίνη μακροχρόνια (π.χ. για νόσο Kawasaki, ρευματοειδή αρθρίτιδα κ.α) για τον πιθανό κίνδυνο εμφάνισης συνδρόμου Reye μετά από γρίπη
10. Άτομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με παιδιά μικρότερα των 6 μηνών ή φροντίζουν άτομα με υποκείμενο νόσημα, τα οποία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών από τη γρίπη
11. Οι κλειστοί πληθυσμοί (προσωπικό και εσωτερικοί σπουδαστές γυμνασίων- λυκείων, στρατιωτικών και αστυνομικών σχολών, ειδικών σχολείων ή σχολών, τρόφιμοι και προσωπικό ιδρυμάτων κ.ά.). Στρατεύσιμοι στα κέντρα κατάταξης και ειδικά όσοι κατατάσσονται κατά τους χειμερινούς μήνες (Οκτώβριο –Μάρτιο)
12. Επαγγελματίες όπως πτηνοτρόφοι, χοιροτρόφοι, κτηνίατροι, εκτροφείς, σφαγείς και γενικά άτομα που έρχονται σε συστηματική επαφή με πουλερικά.
Αντιική αγωγή δίδεται στα επιβεβαιωμένα κρούσματα και δεν αντικαθιστά τον εμβολιασμό. Το μοναδικό φάρμακο που ενδείκνυται για την περίοδο 2017-2018 για χημειοπροφύλαξη και θεραπεία, ανεξάρτητα από το χρόνο έναρξης της νόσου, είναι η οσελταμιβίρη (Tamiflu). Χορηγείται σε διαφορετική δοσολογία, ανάλογα με την ηλικία του μικρού ασθενούς, κι έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, όταν χορηγηθεί το πρώτο 48ωρο της νόσου.
Πηγή: ΚΕΕΛΠΝΟ